ἐπιστρατεύσεις

ἐπιστρατεύσεις
ἐπιστράτευσις
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐπιστράτευσις
fem nom/acc pl (attic)
ἐπιστρατεύω
march
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπιστρατεύω
march
fut ind act 2nd sg
ἐπιστρατεύω
march
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπιστρατεύω
march
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”